ἐπιπορπίς

ἐπιπορπίς
ἐπιπορπίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπορπίς — ἐπιπορπίς, ἡ (Α) 1. φόρεμα, επενδύτης που κουμπώνει με πόρπη, επιπόρπημα 2. (κατ’ άλλη ερμην.) πόρπη …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπορπίδα — ἐπιπορπίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”